...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η Σκοτία του 13ου αιώνα στενάζει κάτω από τον ζυγό των άγγλων κατακτητών. Ένα μέρος του λαού συνεργάζεται με τους άγγλους ενώ μια μερίδα αντιστέκεται.
Ο William Wallace μόλις έχει επιστρέψει από την Ευρώπη και το μόνο που θέλει είναι να ζήσει ειρηνικά.
Όταν όμως σκοτωθεί η αγαπημένη του, θα κηρύξει πόλεμο κατά των Άγγλων και σύντομα θα γίνει ο αρχηγός των εξεγερμένων και ο φόβος του βασιλιά της Αγγλίας.

Προσωπική άποψη:
Κατέταξα αυτή την ταινία στις ιστορικές, όμως δεν ξέρω αν έχει να κάνει περισσότερο με την ιστορία της απελευθέρωσης της Σκοτίας ή με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, εκείνο του William Wallace. Στην πραγματικότητα, ίσως να μην έχει και μεγάλη σημασία, γιατί στην πραγματικότητα, δεν έχει μεγάλη διαφορά κι αυτό γιατί στο πρόσωπο του Wallace μπορεί να διακρίνει κανείς όλα εκείνα που μαζί ενωμένα οδήγησαν την Σκοτία στο δρόμο που είναι σήμερα. Το δρόμο της αυτονομίας και της ελευθερίας.

Ο Wallace δεν έχει ξεπηδήσει μέσα από τα παραμύθια, αλλά μέσα απ’ τους θρύλους ενός λαού που αγωνίστηκε και μάτωσε για την ελευθερία του. Έναν λαό, που στο πρόσωπο του Wallace μπόρεσε να διακρίνει τον ήρωα. Τον ήρωα εκείνο που δεν επέβαλλε τις ιδέες του, αλλά αφύπνισε τις ιδέες ενός ολόκληρου έθνους. Τον ήρωα εκείνο που μπορούσε να σταθεί στην πρώτη γραμμή και να εμψυχώσει ακόμα και τον πιο λιγόψυχο. Τον ήρωα εκείνο που δεν ήταν υπεράνθρωπος, που μπορούσε να πληγωθεί, να πονέσει και στο τέλος να πεθάνει όπως ο καθένας. Η διαφορά του ίσως από κάποιους άλλους να ήταν ότι έφυγε με πιο ελεύθερο το πνεύμα του, ίσως γιατί εκείνο δεν παραδόθηκε ποτέ.

Γιατί μιλάω τόσο πολύ για τον Wallace; Γιατί πάνω σ’ αυτόν και στον αγώνα του στηρίζεται η ταινία. Γιατί στην ουσία, αυτός και οι μεγαλειώδεις αγώνες του είναι η ουσία. Κι εκεί είναι η μαγκιά του Gibson ως σκηνοθέτη. Ότι προσεγγίζει τον ήρωα ως άνθρωπο και όχι ως κάτι άπιαστο. Δεν παραδίδεται στα Χολιγουντιανά πρότυπα και δεν γίνεται έρμαιο της μεγαλομανίας των σύγχρονων ηρώων, όπου το μοναδικό τους κίνητρο φαντάζει η δόξα και η ικανοποίηση ενός υπέρμετρου εγωισμού που υποβόσκει κάτω απ’ το προσωπείο του συμπαθή ήρωα.

Ο Mel Gibson χρησιμοποιεί μια μορφή αφήγησης που μαγικά μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο. Και όταν φτάσουμε στον προορισμό και ανοίξουμε τα μάτια μας, αντικρίζουμε σα να ζωντάνεψε ξαφνικά μέσα απ’ τις σελίδες των βιβλίων, μια Σκοτία πανέμορφη και καταπράσινη, που όμως σκοτεινιάζει κάτω απ’ τον αγγλικό ζυγό που δεν της αφήνει περιθώρια ν’ αναπτυχθεί, να αναπνεύσει. Όλα αυτά όμως μέχρι τη στιγμή που η Σκοτσέζικη υπερηφάνεια σηκώνει το ανάστημά της, αφήνει την κρυμμένη φλόγα στην καρδιά της ν’ ανάψει για τα καλά, για να ποτίσει με φωτιά, σίδερο και αίμα τα εδάφη των προγόνων της, όχι γιατί ήθελε να το επιλέξει, αλλά γιατί την ανάγκασαν να το κάνει. Και τότε όλα αλλάζουν και παρά τη βία που ξεσπάει ανάμεσα στους καπνούς και στα πληγωμένα απ’ το ατσάλι σώματα, μια λάμψη θολή μοιάζει να φωτίζει τα πάντα.

Ίσως όλα τα παραπάνω να κάνουν τον Gibson να έχει και μια τόσο ηρωικά ρεαλιστική ερμηνεία. Αν εκτιμάς τον ήρωα που υποδύεσαι μπορείς τελικά να τον υποστηρίξεις και καλύτερα. Γιατί δεν φτάνει ένα ανδροπρεπές και επιβλητικό παρουσιαστικό, αυτό άλλωστε το έχουν πολλοί. Πρέπει να μπορείς να νιώσεις την ίδια φλόγα που έκαιγε στα στήθια του προσώπου εκείνου, που με θάρρος, θράσος, τόλμη και αγάπη για την πατρίδα και τον λαό του, οδηγήθηκε στο πεδίο της μάχης και από εκεί στον θάνατο. Δοξασμένος από εχθρούς και φίλους και κυρίως, ελεύθερος.

Αλλά και οι υπόλοιποι, μικρότεροι φαινομενικά ήρωες, στέκονται θριαμβευτικά, με σηκωμένη την σημαία της υπερηφάνειας, με φόντο τις Σκοτσέζικες πεδιάδες. Και κάτω απ’ το παλιά και φθαρμένα ρούχα τους να σιγοκαίει η λαχτάρα και η δύναμη και να μπορείς να το διακρίνεις αυτό σε κάθε κραυγή, σε κάθε διψασμένο βλέμμα. Δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές και κομπάρσοι κάτω απ’ τον Wallace, όλοι στέκονται εκεί, στο ίδιο ύψος.

Όμως δεν είναι μόνο τ’ αναπαραστατικά σκηνικά και κοστούμια, δεν είναι μόνο το πάθος των ηθοποιών, δεν είναι μόνο η ανδροπρέπεια και η αληθινή αγάπη του Gibson για το έργο που συνεπαίρνουν τον κάθε θεατή. Είναι και η μαγευτική μουσική του Horner, που λατρεύοντας τις γκάιντες και τιμώντας με αυτό τον τρόπο της λαϊκές παραδόσεις των Σκοτσέζων, συνέθεσε ένα απ’ τα πιο μαγευτικά, μελωδικά και ταξιδιάρικα soundtrack όλων των εποχών. Ποιος δεν φέρνει εύκολα τις μελωδίες των λόφων στο μυαλό του, άλλοτε ρομαντικές κι άλλοτε επικές αλλά όχι βάρβαρες, διατηρώντας μια ονειρική ισορροπία που μοιάζει σαν βγαλμένη από τα σήμαντρα του πολέμου.

Η οργή και η εκδίκηση, η απώλεια και το θέλω, άψογα ζυγιασμένα σε μια μάχη όπου την φωτιά δεν την πολεμάς με νερό, αλλά με τη χρήση της ίδιας της φωτιάς. Η ζωντανή αναπαράσταση ενός αγώνα με αξιοπρέπεια, θέληση και θάρρος, το ξεσήκωμα ενός ολόκληρου έθνους για αναγεννηθεί ελεύθερο μέσα απ’ την αγγλική δικτατορία. Μια ταινία που κερδίζει την προσήλωση, τον θαυμασμό, την οργή και την συγκίνησή μας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Μια κλασσική ταινία που αν μη τι άλλο δεν μπορεί να μην σε σημαδέψουν οι ιαχές της ελεύθερης Σκοτίας.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Braveheart
Είδος: Ιστορική
Σκηνοθέτης: Mel Gibson
Πρωταγωνιστές: Mel Gibson, Sophie Marceau, Patrick McGoohan, Catherine McCormack, Angus MacFadyen, Brendan Gleeson, David O`Hara, James Cosmo, Sandy Nelson, Sean Lawlor, Ian Bannen
Μουσική: James Horner
Παραγωγή: 1995
Διάρκεια: 171’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://www.braveheart.co.uk/
http://en.wikipedia.org/wiki/Braveheart
http://www.imdb.com/title/tt0112573/

Posted on Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

23 comments

Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Λονδίνο 1888. Σε μια από τις πλέον κακόφημες συνοικίες η οποία βρίθει από πόρνες και αλλοδαπούς μετανάστες (κυρίως από το εβραϊκό στοιχείο), διαπράττονται μια σειρά από δολοφονίες γυναικών του αγοραίου ερωτά.
Οι φόνοι ακολουθούν συγκεκριμένο τελετουργικό, ενώ συμπεριλαμβάνουν και αφαίρεση οργάνων με χειρουργική δεινότητα. Ο οπιομανής επιθεωρητής Abberline ο οποίος βλέπει τις δολοφονίες μέσα από όνειρα, αναλαμβάνει την υπόθεση.
Άραγε οι δολοφονίες αυτές είναι αναίτιες πράξεις ενός παρανοϊκού η μήπως κρύβεται κάτι βαθύτερο;

Προσωπική άποψη:
Υπάρχουν θρίλερ και θρίλερ! Είναι εκείνα τα οποία απλώς κυκλοφορούν γιατί θέλουν να τρομάξουν και υπάρχουν κι εκείνα που είναι πιο ψαγμένα, όπου δεν είναι οι πράξεις αυτές που τρομάζουν αλλά τα αρρωστημένα κίνητρα που κρύβονται πίσω τους. Ένα απ’ αυτά τα θρίλερ είναι και το “From Hell” που σήμερα, ξαναβλέποντάς το, αισθάνομαι πολύ χαρούμενη που δεν στερήθηκα την απόλαυση της παρακολούθησής του στην μεγάλη οθόνη.

Τα αδέρφια Hughes εξαρχής μας κάνουν ξεκάθαρο ότι δεν έχουν σκοπό να μας παρουσιάσουν μια ακόμα αιματοβαμμένη εκδοχή της ιστορίας του πιο διάσημου serial killer στα εγγλέζικα χρονικά. Και πολύ καλά κάνουν, γιατί δεν πρόκειται απλά για μια θριλερόβια αναπαραγωγή μιας ιστορίας που πέρασε στους αιώνες ως θρύλος, αλλά για μια προσπάθεια διαλεύκανσης και ανακάλυψης του προσώπου που έμελλε να μείνει γνωστός για πάντα στην ιστορία καθώς έμεινε ασύλληπτος, βασισμένη στο διηγηματικό κόμικ των Alan Moore και Eddie Campbell. Επηρεασμένοι από τις θριλερικές καταβολές του Fincher, χωρίς όμως να χάνουν το προσωπικό τους στυλ, δεν τονίζουν τις σκηνές βίας κι αίματος, βρίσκονται μια ανάσα απ’ αυτές, χωρίς όμως να προβάλλουν την πράξη, αλλά το αποτέλεσμα.

Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι υποβλητική, σκοτεινή και μυστηριώδης από το πρώτο κι όλας λεπτό. Μπορείς να διαισθανθείς τον κίνδυνο που παραμονεύει, αλλά δεν καταφέρνεις ούτε να δεις το πρόσωπό του, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που επιλέγουν οι σκηνοθέτες, ούτε να εξηγήσεις τα κίνητρά του. Τα σκηνοθετικά κλισέ παραλείπονται, ενώ τα έξοχα κοστούμια και σκηνικά, βοηθούν ακόμα περισσότερο στην αναβίωση του βίαιου και τρομακτικού γοτθικού σκηνικού, όπου η ασυδοσία κυρίευε την τότε Αγγλία. Στο καθηλωτικό της ατμόσφαιρας βέβαια, συμβάλλει και η ρομαντική, αισθαντική μουσική της ταινίας, που δένει με κάθε πλάνο και σε παρασύρει στο τρομακτικό μεν, γοητευτικό δε Λονδίνο του 19ου αιώνα.

Τα πλάνα από το σκοτεινό και βρώμικο Λονδίνο της εποχής είναι τόσο μαγευτικά όσο και καθηλωτικά. Και με ένα έξυπνο τρικ τα δύο δημιουργικά αδέρφια ξεχωρίζουν την ζωή στα σκοτεινά εκπορνευόμενα στενά της πόλης όπου τα πλάνα που είναι γυρισμένα σ’ αυτά έχουν κάποιες πινελιές έντονων χρωμάτων και η κάμερα κινείται γρήγορα και νευρωτικά, πλην των σκηνών των δολοφονιών, με εκείνα στα αριστοκρατικά σαλόνια όπου ο ρυθμός πέφτει και το σκοτάδι καλύπτει τα πάντα.

Όμως είναι και το σενάριο εκείνο που δίνει νέα τροφή καθώς και νέα όψη στην ιστορία. Εμφανώς πιο πολιτικοποιημένη, η διάσημη ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη, είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτό που θα περίμενε ο καθένας. Δεν διστάζει να κατακραυγάσει το τότε πολιτικό καθεστώς και με σφιχτό και σκληρό ακόμα τρόπο σε ορισμένα σημεία, να κατακρίνει όσο πιο αιχμηρά μπορεί το αναιμικό αριστοκρατικό σύστημα του Λονδίνου του 19ου αιώνα, στην προσπάθειά του να μείνει ανόθευτο κι αλώβητο, μην διστάζοντας ακόμα και να γίνουν τιμωροί κι εκδικητές.

Μέχρι να δω αυτή την ταινία δεν συμπαθούσα τον Deep. Όχι γιατί δεν μου άρεσε ερμηνευτικά, αλλά γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταφέρει να μου κάνει το κλικ. Στο ρόλο λοιπόν αυτού του επιθεωρητή, τα κατάφερε! Συνεσταλμένος κι εσωστρεφής, ήρεμος χωρίς εκρήξεις αγανάκτησης ή ενθουσιασμού, αντιπροσωπεύει ακριβώς εκείνο το πρότυπο του χαμένου στο όπιο αστυνομικού, όπου εξαιτίας αυτού του εθισμού του δεν θα δικαιολογούσα έντονες εκρήξεις, αλλά μια σχετικά ήρεμη δύναμη.

Όμως και οι υπόλοιποι συμπρωταγωνιστές είναι καθηλωτικοί στους ρόλους τους. Ο Ian Holm είναι ο άνθρωπος κλειδί και στο βλέμμα του μπορείς να διακρίνεις κάτι το αρρωστημένο που σε κάνει να ανατριχιάζεις, ο Coltrane στον συμπληρωματικό ρόλο του πράκτορα είναι αποδοτικός, ενώ η Graham, της οποίας ήταν η χρονιά της, δίνει μια αξιοπρεπή και γοητευτική ερμηνεία, ομορφαίνοντας και φωτίζοντας τα πλάνα του σκοτεινού Λονδίνου.

Τα αδέρφια Hughes είναι αρκετά εκκεντρικά και δεν διστάζουν να ρισκάρουν, ακόμα και να προκαλέσουν. Ίσως και αυτό να είναι που γουστάρουμε σ’ αυτούς. Ότι δεν βλέπουν την ιστορία μονοδιάστατα, μέσα από το συνηθισμένο πρίσμα, αλλά πάνε την υπόθεση ένα βήμα παραπέρα, χωρίς να διστάζουν να εκφράσουν τις σκέψεις και τις υποψίες τους, αφήνοντας τη δική τους σφραγίδα σχετικά με τον διαβόητο Τζακ Αντεροβγάλτη. Ο τρόμος δεν προκαλείται από τις αποτρόπαιες πράξεις, αλλά από τα αρρωστημένα κίνητρα τα οποία καλούμαστε να εξερευνήσουμε στην πορεία. Αναμφίβολα, μια απ’ τις καλύτερες συνολικά παραγωγές της δεκαετίας.
Βαθμολογία 9/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Επισκέπτης Απ’ Την Κόλαση
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτες: Albert & Allen Hughes
Πρωταγωνιστές: Johnny Depp, Ian Holm, Robbie Coltrane, Heather Graham
Παραγωγή: 2001
Διάρκεια: 137’

Σχετικά sites που αξίζουν τον κόπο:
http://www.imdb.com/title/tt0120681/
http://en.wikipedia.org/wiki/From_Hell_(film)

Posted on Σάββατο, Δεκεμβρίου 06, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

11 comments

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Παραμονή πρωτοχρονιάς και το υπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο Poseidon ταξιδεύει στον Βόρειο Ατλαντικό μεταφέροντας περισσότερους από 1000 επιβάτες, που αναμένουν διασκεδάζοντας την έλευση του νέου χρόνου.
Ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα ύψους 100 μέτρων θα κτυπήσει το σκάφος, με συνέπεια να το αναποδυγυρίσει, σκορπώντας τον τρόμο και τον πανικό στον κόσμο.
Με τον χρόνο να κυλά αμείλικτος σε βάρος τους, οι επιζώντες πρέπει να βρουν τρόπο να βγουν στην επιφάνεια.

Προσωπική άποψη:
Το “Poseidon” αποτελεί remake της ταινίας του 1972 "The Poseidon Adventure", μιας εξαιρετικής περιπέτειας, που κέρδισε κριτικούς και θεατές και προτάθηκε για αρκετά βραβεία Oscars. Ακολουθώντας λοιπόν μια ήδη επιτυχημένη συνταγή, ο Petersen επιχείρησε ν’ αναβιώσει τον μύθο του Ποσειδώνα και να γευτεί κι εκείνος τη δανεική επιτυχία. Το θέμα είναι όμως αν και κατά πόσο τα κατάφερε.

Ο Petersen είναι γνωστός για ταινίες του είδους. Του αρέσει καθώς φαίνεται να σπέρνει την καταστροφή και τον όλεθρο. Οπότε είχε μια κλασσική συνταγή στα χέρια του την οποία και προσπάθησε ν’ αναπλάσει. Για να το πετύχει κανείς αυτό πρέπει σαν εναρκτήρια βάση να πάρει ένα αεροπλάνο, ένα βαπόρι, ένα σπίτι, κάποιον χώρο εν πας περιπτώσει που θα γίνει λαμπόγυαλο προς χάριν της δράσης. Έπειτα ακολουθεί μια φυσική καταστροφή τέτοιου μεγέθους, που πρέπει να είσαι απίστευτα γκαντέμης για να σου τύχει, καθώς συμβαίνει μια φορά στα χίλια χρόνια. Στη συνέχεια, εκατοντάδες αθώα θύματα ξεψυχάνε με συνοπτικές διαδικασίες και για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου. Ανάμεσά τους όμως υπάρχουν οι επονομαζόμενοι κωλόφαρδοι. Είναι εκείνοι που κατάφεραν να γλιτώσουν απ’ την πανωλεθρία και τώρα παλεύουν για τη ζωή τους. Φυσικά κάποιοι απ’ αυτούς χάνονται στη διαδρομή αλλά έτσι είναι, η επιβίωση θέλει θυσίες.

Η ταινία, εν αντιθέσει με αυτή του 1972, εστιάζει στις σκηνές δράσης και στα ψεύτικα οπτικά εφέ, παρά στους χαρακτήρες και στην ψυχολογία τους και πως αυτή μεταλλάσσεται από την στιγμή της καταστροφής και μετά. Και πες ότι κάποιος είναι fan των περιπετειών αυτών και εστίαζε μόνο στην καταστροφή και τίποτα άλλο, πώς να μην απογοητευτεί όταν τα εφέ που χρησιμοποιούνται είναι τόσο ψεύτικα και παλαιομοδίτικα, που κάνουν την περιπέτεια του 1972 να φαντάζει ακόμα πιο πρωτοποριακή και ρεαλιστική για την αποχή την οποία και γυρίστηκε.

Κι ενώ δεν είναι λίγοι οι διάσημοι πρωταγωνιστές που περνάνε από την οθόνη μας, οι χαρακτήρες είναι τόσο στερεότυποι που προσωπικά μου φάνηκαν παγερά αδιάφορη και σε καμία περίπτωση δεν κατάφερα να ταυτιστώ μαζί τους. Ένας τσουρόμαγκας που δεν μασάει τίποτα, ένας πρώην ήρωας πολέμου που τώρα κυριεύεται από την λογική, ένας ομοφυλόφιλος, μια λαθρεπιβάτης, ένα νεαρό ζευγάρι, ένας που δεν αντέχει την πίεση κι είναι πρόθυμος να πεθάνει απ’ το να βασανίζεται και μια μάνα με το παιδί της συμπληρώνουν τις τραγικές φιγούρες. Μέσα στην πρωτοτυπία, μην μου πείτε! Α… και μην έχετε καμία αμφιβολία! Ο καλός μπαμπάς, παρά που δεν χωνεύει τον μούργο που φυστικώνει την κόρη του, θα θυσιαστεί για να μην πληγωθεί η κορούλα του. Μας τα είπε και ο Willis αυτά στο παρελθόν και δεν μασήσαμε! Όπως καταλαβαίνεται, από άποψη ερμηνειών δεν είχαμε κάτι ν’ αποσπάσουμε και σίγουρα δεν έφταιγαν οι έρημοι πρωταγωνιστές γι’ αυτό.

Το αποτέλεσμα είναι ένα και δεν αλλάζει. Το “Poseidon” είναι μια αρπαχτή που μόνο ως τηλεταινία θα μπορούσε να πλασαριστεί για να μην την θάψω. Αδιάφοροι χαρακτήρες, κλισέ ατάκες δίχως νόημα και ουσία, μια πανωλεθρία από άθλια οπτικά εφέ, συμπληρώνουν το καρέ μιας ταινίας που για να την δεις και να σου αρέσει μάλλον πρέπει να είσαι πιωμένος. Προτιμήστε καλύτερα την εκδοχή του 1972, που πραγματικά αποτελεί μια εξαιρετικά περιπέτεια με έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο και χαρακτήρες με προσωπικότητα, που στην διάρκεια τους ταξιδιού θα σας κάνουν να λυγίσετε.
Βαθμολογία 3/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Poseidon
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθέτης: Wolfgang Petersen
Πρωταγωνιστές: Josh Lucas, Kurt Russell, Jacinda Barrett, Richard Dreyfuss, Jimmy Bennett, Emmy Rossum, Mike Vogel, Mia Maestro
Παραγωγή: 2006
Διάρκεια: 99’

Επίσημο site:

http://www2.warnerbros.com/poseidon/

Posted on Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

1 comment

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η Gracie Hart είναι πράκτορας του FBI και παρά που στη δουλειά της είναι από τους καλύτερους, στην προσωπική της ζωή η μοναξιά βασιλεύει. Η ζωή της Gracie όμως θ’ αλλάξει όταν χάριν μιας μυστικής αποστολής θα συμμετέχει στα Αμερικάνικα Καλλιστεία, με σκοπό να σταματήσει έναν περίεργο τρελό βομβιστή που απειλεί τη διοργάνωσή τους.
Όμως για να είναι πειστική η συμμετοχή της θα βάλει το χεράκι του ο Victor Melling. Οπλισμένος με ένα επιτελείο αισθητικών και άλλων ειδικών θα προσπαθήσει να μετατρέψει την Gracie σε ένα γοητευτικό πλάσμα.
Τι θα γίνει όμως όταν η πράκτορας του FBI θα ανέβει στη γέφυρα της ομορφιάς και θα χρειαστεί να συναναστραφεί με τις υπόλοιπες υποψήφιες;

Προσωπική άποψη:
Μέσα στην ιστορία του σινεμά δεν είναι λίγες οι ταινίες που έχουν καταπιαστεί με το θέμα των καλλιστείων και χωρίς να μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, οι περισσότερες από αυτές είναι κωμωδίες. Όμως το “Miss Congeniality” είναι μια απ’ αυτές που ξεχώρισαν και αγαπήθηκαν από το κοινό όσο λίγες, ίσως και όσο καμία άλλη αυτής της θεματολογίας. Τι το ξεχωριστό όμως είχε και κέρδισε τις εντυπώσεις;

Κατ’ αρχήν το σενάριο έχει ως βάση της μια ιδιαίτερη και ευχάριστα πρωτότυπη νότα. Η κεντρική ηρωίδα δεν είναι το κακόμοιρο κοριτσάκι που θέλει απεγνωσμένα τη νίκη, ούτε η σκύλα ανταγωνίστρια που θα κάνει τα πάντα για να της την πάρει μέσα απ’ τα χέρια. Είναι ένα σκληροτράχηλο θηλυκό, με σχεδόν μηδενικό ίχνος οιστρογόνων και που η μοναδική περίπτωση να ρίξει κάποιον άντρα είναι με τρικλοποδιά. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον δε έρχεται όταν θα πρέπει να τη μεταμορφώσουν σ’ ένα sexy θηλυκό, όπου στο πέρασμά του θα γύριζαν κεφάλια.

Ο Donald Petrie διασκέδασε με τα γυρίσματα της ταινίας και αυτό είναι φανερό ακόμα και στον πιο αδιάφορο επί του θέματος. Το αρκετά καλό χιούμορ της ταινίας, συνδυάζεται με ένα ανάλαφρο είδος αγωνίας και γρήγορη πλοκή, όπου τα απρόσμενα και μη ευτράπελα αν μη τι άλλο σε διασκεδάζουν. Ακόμα και οι χαρακτήρες που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να φάνταζαν αδιάφοροι, εδώ αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δίνοντας την αίσθηση των ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων.

Η Bullock, αν και μας έχει συνηθίσει σε ρόλους όπου είναι ευθύς εξαρχής το sexy θηλυκό, έχει ν’ αντιμετωπίσει μια πρόκληση. Να παραστήσει σε σκληροτράχηλη πράκτορα και υιοθετώντας την ψυχολογία και τα κακά, αρσενικά της κουσούρια, να μεταμορφωθεί σε Barbie, χωρίς όμως να χάσει τα χαρακτηριστικά της αρχικής της φύσης, καθώς αυτά είναι που προκαλούν τη δυσκολία στο να στηθεί ρεαλιστικά το όλο εγχείρημα. Υπάρχουν βέβαια οι στιγμές εκείνες όπου η αμηχανία της είναι εμφανής, αλλά μιλάμε για κωμωδία και όχι για καμιά υπερπαραγωγή.

Αυτός όμως που είναι απόλυτα απολαυστικός και κερδίζει τις εντυπώσεις είναι ο Michael Caine. Δίνοντας ουσία στον ρόλο του Victor Melling, μαγεύει ως ο gay υπεύθυνος καλλιστείων για τη μεταμόρφωση της Bullock. Αλλά Michael είναι αυτός, δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο. Αντίθετα βέβαια, ο Benjamin Bratt στο ρόλο του συνάδερφου πράκτορα, μοιάζει αρκετά περιορισμένος, μην έχοντας χώρο ν’ αναπνεύσει και να δείξει κάτι το διαφορετικό.

Μια ταινία που μπορεί να μην είναι το κωμικό αριστούργημα του αιώνα όπως παρουσιάστηκε από μερικούς, αλλά μια ευχάριστη κι ανάλαφρη κωμωδία που θα σας κάνει να περάσετε ευχάριστα, χωρίς όμως να προσφέρει το εξωπραγματικό εκείνο στοιχείο που θα εντυπωσιάσει. Καλές ερμηνείες, γρήγορη και χαρούμενη σκηνοθεσία με μια δόση υπερτονισμού στα χρώματα και στους φωτισμούς. Αν δεν την έχετε δει, δεν χάνεται τίποτα να την νοικιάσετε, αν και τα κανάλια την παίζουν συχνά πυκνά!
Βαθμολογία 6,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Μις Με Το Ζόρι
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθέτης: Donald Petrie
Πρωταγωνιστές: Sandra Bullock, Benjamin Bratt, Candice Bergen, Marc Lawrence, Michael Caine
Παραγωγή: 2000
Διάρκεια: 109’

Επίσημο site:
http://www2.warnerbros.com/misscongeniality/theatrical.html

Posted on Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

6 comments

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 03, 2008

Χθες στις 04.00 τα ξημερώματα στην συμβολή των οδών Αμαλίας και Ξενοφώντος στο κέντρο της Αθήνας, ο μόλις 31 ετών Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, άφησε την τελευταία του πνοή. Σύμφωνα με την Τροχαία Αττικής, προσέκρουσε με τη μηχανή του πάνω σε Ι.Χ. αυτοκίνητο με οδηγό έναν 51χρονο που έκανε απότομο ελιγμό στην προαναφερόμενη συμβολή. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κωνσταντίνος να χτυπήσει τον αυχένα του και να μην προβάλουν καν αν τον πάνε στο νοσοκομείο.

Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε στους Αγ. Αναργύρους με τους γονείς και τα τέσσερα αδέρφια του, ενώ τελευταία χρόνια έμενε στο Κουκάκι. Είχε πάθος με την μουσική κι έπαιζε κιθάρα στο punk-rock γκρουπ “Rocking Bones”. Αποφοίτησε με άριστα από την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ήταν απ’ τους πιο πολλά υποσχόμενα νέους ηθοποιούς. Αυτή την περίοδο έπαιζε στην θεατρική παράσταση "Ξύπνημα Της Άνοιξης" στο Εθνικό, η οποία κι αναβάλεται μέχρι και την Παρασκευή.

Είχε παίξει στις παραστάσεις “Το γάλα”, “Ο Δον Ζουάν στο Σόχο”, “Clavigo”, “Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ” και στις ταινίες “Ο καλύτερός μου φίλος”, “Σκλάβοι στα δεσμά τους” όπως και στα σίριαλ “Ετσι ξαφνικά”, “Mοβ-Ροζ”, “Δέκατη εντολή” και άλλα.

Η κηδεία πραγματοποιείται αύριο στην Κατερίνη όπου και διαμένουν μόνιμα οι γονείς του άτυχου ηθοποιού. Προσωπικά, θέλω να πω τα συλληπητήριά μου στην οικογένειά του γι' αυτή τη μεγάλη απώλεια και καλό ταξίδι στον Κωνσταντίνο, έναν νέο άνθρωπο, έναν μεγάλο ηθοποιό που με το βλέμμα του πάντα κατάφερνε να σε καθηλώνει και να σε μαγνητίζει. Ας πετάει ελεύθερος σαν τον Πίτερ Παν, όπως πάντα ήθελε και πάντα ταυτιζόταν μαζί του.

Posted on Τετάρτη, Δεκεμβρίου 03, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

6 comments

Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Η ήσυχη ζωή του Garfield αναστατώνεται, όταν ο κύριος του αποκτά ένα αξιαγάπητο σκυλάκι, τον Odie.
Ο Garfield αγανακτά γιατί δεν του αρέσει η ιδέα να μοιράζεται το ίδιο σπίτι με τον Odie.
Ένα βράδυ, το σκυλάκι πέφτει θύμα απαγωγής και ο Garfield νιώθει ένοχες. Σκοπός του πλέον είναι να βρει τον απαγωγέα και να πάρει πίσω τον Odie.

Προσωπική άποψη:
Ο Garfield έχει καταγραφεί ως ο πιο τεμπέλης, φαταούλας και παχύσαρκος γάτος στην ιστορία, όπου μόνο του μέλημα είναι το φαγοπότι και τα εκάστοτε τηλεοπτικά προγράμματα για ανεγκέφαλους. Παράλληλα με το σώμα του, το οποίο φουσκώνει με τεράστιες ποσότητες από λαζάνια, χορταίνει και τον εγωισμό του εξαπολύοντας προσβολές κατά του αφεντικού του, όχι γιατί δεν τον αγαπάει, αλλά γιατί αυτό τον κάνει να αισθάνεται ανώτερο εγκεφαλικά ον.

Ο παρά τα ελαττώματά του συμπαθέστατος γατούλης, άφησε για λίγο τις σελίδες των περιοδικών που τον φιλοξενούσαν για να μεταφέρει το πονηρό του βλέμμα και τις γεμάτες σπιρτάδα χορευτικές του φιγούρες στη μεγάλη οθόνη. Ο John Davis έκανε πολλά χρόνια μέχρι ν’ αποφασίσει να παραχωρήσει τα δικαιώματα, αλλά τελικά ο επιμένων νικά και ο συνονόματός του παραγωγός της ταινίας, κατάφερε να ολοκληρώσει το παιδικό του απωθημένο.

Παραγωγός και δημιουργός, έπειτα από πολύ σκέψη και μακροχρόνιες συζητήσεις κατέληξαν στο ότι η μεταφορά του Garfield στην μεγάλη οθόνη, δεν θα έπρεπε να παρεκκλίνει από την προσωπικότητα που τόσα χρόνια είχε πλάσσει μέσω του comic. Άλλωστε αυτή του η συμπεριφορά τον έκανε αγαπητό σε μικρούς και μεγάλους και οι fans του δεν θα περίμεναν να δουν κάτι το διαφορετικό. Για το χιούμορ του άλλωστε και την δεσποτική, επαναστατική δίχως λόγο συμπεριφορά του τον αγάπησαν τόσοι άνθρωποι ανά τον πλανήτη και δεν υπήρχε λόγος ν’ αλλάξει, καθώς εκφράζει κουσούρια, που έστω κι αν όχι όλα αλλά ένας μέρος τους, έχουμε κι εμείς.

Η ομάδα που κλήθηκε να δώσει κινηματογραφική ζωή και υπόσταση στο συμπαθές τετράποδο, χρησιμοποίησε την τελευταία μέχρι τότε τεχνολογία computer animation, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστικό, αλλά και ταυτόχρονα κοντά στα γνώριμα χαρακτηριστικά του ήρωα. Η φιγούρα του Garfield άλλωστε είναι εκ φύσεως καρικατουρίστικη, οπότε δεν χρειαζόντουσαν υπερβολές για να τονιστεί.

Το σενάριο της ταινίας δουλεύτηκε με βάση τις συναισθηματικές και βιολογικές ανάγκες του κακομαθημένου γάτου, οι οποίες και κινούν το υποσυνείδητό του προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις κι αποφάσεις. Πάνω σ’ αυτή τη βάση καλείται και ο Peter Hewitt να δουλέψει σκηνοθετικά. Αναβιώνοντας την εποχή του comic κι αναπλάθοντας ένα περιβάλλον παλιομοδίτικο μεν, που είναι αληθινό, αλλά θυμίζει κινούμενο σχέδιο.

Ο άνθρωπος που θα δάνειζε την φωνή του στον πορτοκαλί μας γάτο έπρεπε να έχει ειρωνεία και σαρκασμό. Έπρεπε να είναι κάποιος που εκ φύσεως να διαθέτει χιούμορ και ευελιξία στις δύσκολες καταστάσεις, έτσι ώστε να το διατηρεί και να το προσαρμόζει στις υπάρχουσες συνθήκες. Και τελικά τόσο η επιλογή του Bill Murray, όσο και του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου στην μεταγλωττισμένη έκδοση, αποδεικνύονται ότι καλύτερο, ότι πιο απολαυστικό.

Βέβαια οι Breckin Meyer και Jennifer Love Hewitt, απλά συμπληρώνουν το καρέ των χαρακτήρων, χωρίς να έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν. Περνάνε θα λέγαμε σχεδόν απαρατήρητοι, τόσο ώστε ο μικρός σκυλάκος που ακούει στο όνομα Odie να τους κλέβει την παράσταση και να γίνεται σαφώς πιο συμπαθής.

Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να κρίνει κάποιος αυστηρά ταινίες σαν κι αυτή, που στόχο δεν έχουν τα Oscars αλλά να κάνουν το κοινό να διασκεδάσει και να περάσει ευχάριστα. Σ’ αυτό το σημείο νομίζω ότι το εγχείρημα ήταν ιδιαίτερα πετυχημένο και πως ο μικρός γάτος κατάφερε να γίνει σε σωστές δόσεις, άλλες φορές ενοχλητικός και άλλες διασκεδαστικός. Ιδανική για μια χαλαρή, οικογενειακή Κυριακή, χωρίς να θέλετε να κουράσετε το μυαλουδάκι σας.
Βαθμολογία 7,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Garfield: Η Ταινία
Είδος: Κωμωδία
Σκηνοθέτης: Peter Hewitt
Πρωταγωνιστές: Bill Murray, Breckin Meyer, Jennifer Love Hewitt, Stephen Tobolowsky, Brad Garrett, Debra Messing, Nick Cannon, J.D. Crew
Παραγωγή: 2004
Διάρκεια: 80’

Επίσημο site:
http://www.foxhome.com/garfieldthemovie/main.html

Posted on Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

2 comments

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008

Συνοπτική περίληψη του έργου:
Έξι μήνες μετά τα τρομαχτικά γεγονότα, η δημοσιογράφος Rachel Keller και ο γιος της Aidan αποφασίζουν να μετακομίσουν στο Oregon, για να κάνουν μια νέα αρχή.
Όμως η απόφασή τους μοιάζει να παίρνει δραματική τροπή, όταν τα στοιχεία σε ένα έγκλημα θυμίζουν κάτι απόκοσμα οικείο.
Η Rachel συνειδητοποιεί ότι η εκδικητική Samara έχει επιστρέψει και αυτή τη φορά είναι πιο αποφασισμένη να συνεχίσει τον αδυσώπητο κύκλο τρόμου και θανάτου.

Προσωπική άποψη:
Οι Ιαπωνικές ταινίες έχουν εισβάλει για τα καλά στη ζωή μας και το Hollywood ελλείψει φαντασίας και νέων ιδεών, ανακυκλώνει τις εισαγόμενες αυτές ταινίες, μετατρέποντάς της στο βαθμό εκείνο όπου για το αμερικάνικο κοινό θα μπορούν να είναι πιο εύπεπτες. Μια απ’ αυτές ήταν το “The Ring” και όπως μπορείτε να διαβάσετε σε προηγούμενη αναφορά μου, ήταν από τις ταινίες εκείνες που με καθήλωσαν. Δυστυχώς, αν και δεν το περίμενα, κάτι ανάλογο δεν συνέβη και με το sequel της ταινίας.

Ο Hideo Nakata, πατέρας της πρωτότυπης τριλογίας, κατάφερε να σπείρει τον τρόμο στο κοινό. Η ιδέα του στην αρχική αμερικάνικη έκδοση μεταφέρθηκε αυτούσια. Αυτή τη φορά, δεν έχουμε ένα remake του ιαπωνικού sequel. Έχουμε ένα καθαρά αυτόνομο sequel που απλά δανείστηκε από τον τίτλο του πρωτότυπου και τίποτα περισσότερο. Τώρα αν αυτό είναι καλό δεν ξέρω, καθώς στην προκειμένη περίπτωση, η θεματολογία ξεφεύγει από το μεταφυσικό και ασχολείται με την μετεμψύχωση, θέμα το οποίο επίσης είναι χιλοειπωμένο.

Η κάμερα περνάει από τα χέρια του Gore Verbinski στον ίδιο τον Nakata. Κι αν αυτό θα μπορούσε να είναι ένα θετικό στοιχείο, τελικά αποδεικνύεται ένα τεράστιο λάθος. Όχι γιατί ο Nakata δεν είναι ένας καλός σκηνοθέτης, αλλά γιατί θέλοντας να διαφοροποιήσει την αρχική ιδέα, καταλήγει σε κάτι άκαιρο και που δεν συμβαδίζει με το αμερικανικό πρωτότυπο. Επιπλέον, οι γωνίες λήψεις είναι τόσο πολύ γνώριμες, που σχεδόν σε τρομάζει η προβλεψιμότητα του φόβου. Η ιστορία έχει από μόνη της έναν αέρα μυστηρίου, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να την κάνει στα μάτια τόσο επιβλητική όσο ήταν η αρχική. Και ίσως να μην είναι όλα αυτά που ενοχλούν τόσο πολύ, όσο η ευκολία η οποία έρχεται να δώσει λύση, μια λύση που φαντάζει στα μάτια μας απόλυτα αστεία.

Η Naomi Watts είναι ένα απ’ τα θετικά στοιχεία της ταινίας, κάτι που της χαρίζει πόντους, αφού καταφέρνει με την στοργική, μητρική της παρουσία, όχι μόνο ν’ αποδείξει ότι είναι μια δυνατή ερμηνεύτρια, αλλά και να δώσει εκείνο το στοιχείο αγωνίας κι έντασης που λείπει απ’ το όλο σκηνικό. Το φάντασμα της Samara παραμένει τρομακτικό όταν και όπου αυτό εμφανίζεται, προσφέροντάς μας κάποιες δόσεις ανατριχίλας, ενώ εκείνο που έμοιαζε να κάνει τον μικρό Dorfman να έχει αυτό το κάτι, στην πρώτη ταινία, εδώ απουσιάζει πλήρως.

Ίδια ιδέα, ίδια κίνηση! Ένα τρομακτικό εναρκτήριο γεγονός που οδηγεί σε ένα νέο μυστήριο. Ένα μυστήριο που αναζητά μια λύση και κατά συνέπεια χρειάζεται να ερευνηθεί. Και όταν η λύση έρχεται τα πάντα ανατρέπονται για ν’ αποδείξουν με τον πιο γελοιωδέστατο τρόπο ότι η λύση βρισκόταν και με μεγάλη ευκολία μπορεί να δοθεί. Το “Ring 2” ακολούθησε μια πολύ επιτυχημένη ταινία σε όλα τα σημεία για να αποδείξει πως μερικές φορές πρέπει να ξέρουμε που να σταματάμε. Στην προσπάθειά της να πρωτοτυπήσει πέφτει θύμα ενός παλαιομοδίτικου τρόπου προσέγγισης τέτοιων ταινιών. Πολυκαιρισμένες ιδέες που δεν βρίσκουν το σωστό αντίκρισμα. Δυστυχώς ο Nakata, ενώ θα μπορούσε να προσφέρει κάτι νέο και φρέσκο δεν το πετυχαίνει, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί δεν προσπάθησε, δημιουργώντας απλά μια αρπαχτή, που όσο κι αν θέλει η Watts δεν μπορεί να στηρίξει μόνη της.
Βαθμολογία 4,5/10

Ταυτότητα ταινίας:
Ελλ. τίτλος: Σήμα Κινδύνου 2
Είδος: Θρίλερ
Σκηνοθέτης: Hideo Nakata
Πρωταγωνιστές: Naomi Watts, Simon Baker, David Dorfman, Emily VanCamp, Sissy Spacek
Παραγωγή: 2005
Διάρκεια: 111’

Επίσημο site:
http://www.thering2-themovie.com/

Posted on Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008 by Γιώτα Παπαδημακοπούλου

6 comments